- πειθαναλογία
- πειθαναλογίᾱ , πειθαναλογίαspecial pleadingfem nom/voc/acc dualπειθαναλογίᾱ , πειθαναλογίαspecial pleadingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.